- ἀχείρωτος
- ἀ-χείρωτος, (1) unbezwungen. (2) nicht von Menschenhänden gepflanzt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αχείρωτος — ἀχείρωτος, ον (AM) [χειρώ] ανίκητος, αδούλωτος, ακαταμάχητος αρχ. φρ. «ἀχείρωτον φύτευμα» (για την ιερή ελιά) που δεν τη φύτεψε χέρι ανθρώπου … Dictionary of Greek
ἀχείρωτος — untamed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτον — ἀχείρωτος untamed masc/fem acc sg ἀχείρωτος untamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρώτους — ἀχείρωτος untamed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειρώτῳ — ἀχείρωτος untamed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτα — ἀχείρωτος untamed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχείρωτοι — ἀχείρωτος untamed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχειρούργητος — η, ο (Α ἀχειρούργητος, ον) νεοελλ. (για ασθενείς) αυτός που δεν έχει ακόμη χειρουργηθεί αρχ. ο αχείρωτος … Dictionary of Greek